δασοκόμος

δασοκόμος
ο, η
1. ο ειδικός στη δασοκομία
2. υπάλληλος ειδικά εκπαιδευμένος για τη φύλαξη και επιτήρηση τών δασών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + -κόμος < κομώ «φροντίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δασοκόμος — ο, η 1. αυτός που ασχολείται με τη δασοκομία. 2. υπάλληλος που ασχολείται με την φροντίδα και τη φύλαξη των δασών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… …   Dictionary of Greek

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • δασοκομία — και δασοκομική, η κλάδος τής δασικής επιστήμης ο οποίος ασχολείται με τη δημιουργία και την καλλιέργεια τών δασών σύμφωνα με τους στόχους τής δασικής διαχειριστικής για να επιτευχθούν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασοκόμος. Η λ …   Dictionary of Greek

  • ερωτοκόμος — ἐρωτοκόμος, ὁ, ἡ (Μ) ο προστάτης, ο οδηγός των Ερώτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + κομος < κομώ «φροντίζω, περιποιούμαι» (πρβλ. ανθοκόμος, δασοκόμος, δενδροκόμος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”